- ἑτοιμόφλεκτος
- ἑτοιμό-φλεκτος, leicht zu verbrennen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ετοιμόφλεκτος — ἑτοιμόφλεκτος, ον (Μ) αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek